αρκουδόβατο

αρκουδόβατο
το , αρκουδόβατος ο репейник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αρκουδόβατο" в других словарях:

  • άρκος — (I) ἄρκος, το (Α) 1. το όργανο ή το μέσον άμυνας 2. η υπεράσπιση. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε θ. αρκ (πρβλ. άρκιος, αρκώ) < ΙΕ. ρίζα *areq «προστατεύω, ασφαλίζω» και πιθ. λόγω της σπανιότητάς του αποτελεί μεταρρηματικό σχηματισμό του ρ. αρκώ*.… …   Dictionary of Greek

  • Βάκχες — Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία, οι Β. ήταν γυναίκες, μέλη του οργιαστικού θιάσου του Διόνυσου. Στους Ορφικούς Ύμνους, όπου ονομάζονται επίσης Μαινάδες και Ναΐδες, αναφέρονται ως τροφοί του θεού. Οι Β., κυριευμένες από θεία μανία (στη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»